- Απρίλης
- οο τέταρτος μήνας του χρόνου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Απρίλης — ο (AM Ἀπρίλιος) ο τέταρτος μήνας του χρόνου κατά το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. aprilis «μήνας Απρίλιος»] … Dictionary of Greek
Angelos Terzakis — ( el. Άγγελος Τερζάκης) (1907 in Nafplion – 3 August, 1979 in Athens) was a Greek writer of the 30s generation . He composed short stories, novels and plays.LifeHe was born in Nafplion in 1907 and lived there until 1915 when he moved to Athens,… … Wikipedia
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
πρωταπριλιά — η, Ν 1. η πρώτη ημέρα τού Απριλίου 2. (λαογρ.) η παιγνιώδης συνήθεια να λένε οι άνθρωποι ψέματα την ημέρα αυτή που, κατά τη λαϊκή παράδοση, αποτελούσε σκόπιμο ξεγέλασμα τών βλαπτικών δυνάμεων που θα εμπόδιζαν την παραγωγή ή, γενικότερα,… … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek
χορεύω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. χορεύγω Ν [χορός] 1. κινώ ρυθμικά τα πόδια και, γενικά, το σώμα με την συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού (α. «ήπιε και χόρεψε μέχρι το πρωί» β. «καὶ ᾖδον καὶ ἐχόρευον ὁπότε οἱ πολέμιοι αὐτοὺς ὄψεσθαι ἔμελλον», Ξεν.) 2. αναπηδώ,… … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Μορέτι, Νάνι — (Nanni Moretti, Μπολζάνο 1953 –). Ιταλός σκηνοθέτης, ηθοποιός και σεναριογράφος. Από τα μεγάλα ταλέντα του σύγχρονου σινεμά της πατρίδας του, πολυβραβευμένος στα φεστιβάλ αλλά και φανατικά πολιτικοποιημένος στα θέματα του ο Μ. στα νιάτα του… … Dictionary of Greek
Ντενί, Μορίς — (Maurice Denis, Γκρανβίλ 1870 – Παρίσι 1943). Γάλλος ζωγράφος και δοκιμιογράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία Jullian στο Παρίσι μαζί με τον Πιερ Μπονάρ, τον Εντουάρ Βιγιάρ, τον Πολ Σεριζιέ, τον Φελίξ Βαλοτόν κ.ά. (τους μέλλοντες Ναμπί) και εμφανίστηκε … Dictionary of Greek
Τερζάκης, Άγγελος — (Ναύπλιο 1907 – 1979). Πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αφοσιώθηκε, όμως από νέος στα γράμματα. Διετέλεσε γενικός γραμματέας στο Εθνικό Θέατρο (1937), διευθυντής στο δραματολόγιο (1939 42), γενικός … Dictionary of Greek